μουλαράς

μουλαράς
ο
1. οδηγός μουλαριού, ημιονηγός
2. ιδιοκτήτης μουλαριών
3. μτφ. α) άνθρωπος άξεστος, αγροίκος, απολίτιστος β) άνθρωπος αναίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουλάρι + -άς, κατάλ. που απαντά σε ουσ. δηλωτικά επαγγελμάτων (πρβλ. αμαξ-άς, ψωμ-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μουλαράς — ο 1. ο ημιονηγός. 2. στρατιώτης που φροντίζει τα μουλάρια του στρατού: Τα πολεμοφόδια μετέφεραν οι μουλαράδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ημιονηγός — ο (Α ἡμιονηγός) νεοελλ. στρ. στρατιώτης που οδηγεί φορτωμένο ημίονο, ενώ ο ίδιος πεζοπορεί, κν. μουλαράς, μουλαριάρης αρχ. αυτός που οδηγεί ημίονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + ηγός (< αγός < άγω) με λειτουργία τού νόμου «τής εκτάσεως εν… …   Dictionary of Greek

  • μουλίων — μουλίων, ὁ (Α) [μούλη] ημιονηγός, μουλαράς …   Dictionary of Greek

  • μουλαριάρης — ο [μουλάρι] ημιονηγός, μουλαράς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”