- μουλαράς
- ο1. οδηγός μουλαριού, ημιονηγός2. ιδιοκτήτης μουλαριών3. μτφ. α) άνθρωπος άξεστος, αγροίκος, απολίτιστος β) άνθρωπος αναίσθητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μουλάρι + -άς, κατάλ. που απαντά σε ουσ. δηλωτικά επαγγελμάτων (πρβλ. αμαξ-άς, ψωμ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.